σκιαγραφικός

σκιαγραφικός
-ή, -ό / σκιογραφικός, -ή, -όν, ΝΑ [σκιαγράφος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σκιαγραφία ή γίνεται με σκιαγραφία
νεοελλ.
φρ. «σκιαγραφική ουσία»
ιατρ. ουσία συγκριτικά αδιαφανής στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό, προκαλεί φωτεινότερη, σαφέστερη εμφάνισή του στην ακτινογραφική πλάκα.
επίρρ...
σκιαγραφικώς και σκιαγραφικά Ν
με σκιαγραφικό τρόπο, με σκιαγραφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκιαγραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σκιαγραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιαγραφικόν — σκιαγραφικός illusively painted masc acc sg σκιαγραφικός illusively painted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαγραφικῶς — σκιαγραφικός illusively painted adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՍՏՈՒԵՐԱԳԻՐ — (գրի, գրեաց.) NBH 2 0753 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա.գ. σκιαγράφος umbrae descriptor, aliquid adumbrans. Գծագրօղ եւ նկարագրօղ զնմանութիւն ինչ ստուերակերպ. *Ստուերագրացն անպտուղ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”