- σκιαγραφικός
- -ή, -ό / σκιογραφικός, -ή, -όν, ΝΑ [σκιαγράφος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σκιαγραφία ή γίνεται με σκιαγραφίανεοελλ.φρ. «σκιαγραφική ουσία»ιατρ. ουσία συγκριτικά αδιαφανής στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό, προκαλεί φωτεινότερη, σαφέστερη εμφάνισή του στην ακτινογραφική πλάκα.επίρρ...σκιαγραφικώς και σκιαγραφικά Νμε σκιαγραφικό τρόπο, με σκιαγραφία.
Dictionary of Greek. 2013.